C
Σέρρες
Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου, 2025 26.09.2025

Σέρρες - Αναστάσης Καράογλαν - Υπό το πρίσμα της οπτικής του Στέλιου Σαριβασίλη

Το νέο βιβλίο του Σερραίου Στέλιου Σαριβασίλη προέκυψε από το μακροχρόνιο ενδιαφέρον του ποιητή για τη ζωή του Αναστάση Καράογλαν
Σέρρες - Αναστάσης Καράογλαν - Υπό το πρίσμα της οπτικής του Στέλιου Σαριβασίλη

Το νέο βιβλίο του Στέλιου Σαριβασίλη προέκυψε από το μακροχρόνιο ενδιαφέρον του ποιητή για τη ζωή του Αναστάση Καράογλαν, του φωτογράφου του εμβληματικού μνημείου του Λιονταριού της Αμφίπολης, αποτελούμενου σήμα κατατεθέν του Νομού Σερρών.

Η απόφαση του συγγραφέα να ξανακάνει ένα βιβλίο δίγλωσσο είναι η προστιθέμενη αξία που αποκομίζουν τόσο οι βούλγαροι του αναγνώστες, όσο και οι πολιτισμικές σχέσεις Ελλάδας – Βουλγαρίας.

Πρόκειται και πάλι για μία προσεγμένη, ωραία έκδοση που περιέχει σημαντικό υλικό, γλωσσικό και οπτικό.

Αν χρησιμοποιούσαμε τη σύγχρονη ορολογία, θα λέγαμε ότι το βιβλίο αυτό είναι πολυτροπικό, δηλαδή το νόημά του αναπαρίσταται πολλαπλά διά της συνέργειας λεκτικών και οπτικών τρόπων.

Η αφήγηση πραγματώνεται μέσα σ’ ένα πολυτροπικό πλαίσιο όπου οι φωτογραφίες, οι εικόνες, τα έγγραφα της εποχής (ταυτοποιητικά, εισπράξεως κ.ά.), οι χάρτες, οι λεζάντες, τα πρωτοσέλιδα, τα καρτ-ποστάλ αναπαράγουν πληροφορίες του κειμένου ή τις συμπληρώνουν, συνεισφέροντας στην οικοδόμηση του αφηγήματος και στο να ερμηνευθεί ανάλογα από τον αναγνώστη.

Στο βιβλίο του ο Σ. Σαριβασίλης αποδίδει φόρο τιμής στην εθνική Μνήμη: στη μνήμη της ξεριζωμένης γενιάς του 1922, στη μνήμη των γονέων του, και εκείνοι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, στη μνήμη της Μακεδονικής δυναστείας που μετέφερε τον ελληνικό πολιτισμό εκεί, στη μνήμη των Μαρτυρικών Κερδυλλίων, στη μνήμη του ονειροπόλου, αλλά και προνοητικού φωτογράφου Αναστάση Καράογλαν και του φίλου του, του Λέοντα της Αμφίπολης, τον οποίο φωτογραφίζει.

Ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα όλους τους λειτουργούν η σερραϊκή γή και η Γή της Μακεδονικής Αμφίπολης.
Παρόλο που ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι το βιβλίο τούτο είναι το μοναδικό του βιβλίο σε πεζό λόγο, πρόκειται για ένα έργο βαθιά ποιητικό, στο οποίο συμβιώνουν τα αμιγώς ιστορικά στοιχεία και η φαντασία του Σ. Σαριβασίλη.

Ο συγγραφέας μοιράζεται μαζί μας το δικό του βλέμμα πάνω στην ελληνική ιστορία και καταγράφει σαν σύγχρονος ντοκιμαντερίστας την ανθρώπινη ιστορία του Αναστάς Καράογλαν με φόντο την Ελλάδα και την περιοχή των Σερρών.

Το βιβλίο μάς ταξιδεύει στο χώρο και στο χρόνο, κάτι που φανερώνει ο ίδιος ο υπότιτλός του: «Από το Ασάκιοϊ Προύσας στη Μακεδόνων Πρώτη».

Ποιος ήτο αντάξιος της ανδρείας σου;

Η ερώτηση μότο στην πρώτη σελίδα του βιβλίου συνοδεύει την πρωτότυπη φωτό του Λέοντα της Αμφίπολης υπογραφόμενη από τον Αναστάσιο Καράογλαν.

Στη συνέχεια ο αφηγητής επανέρχεται στο θέμα (σ. 38-39-40)

Ο Λέων, όμως, για όποιον λόγο δεν είχε γλώσσα και δεν μιλούσε. Ίσως δεν ήθελε ή δεν έπρεπε να αποκαλύψει για ποιον λόγο είχε φιλοτεχνηθεί και κατασκευαστεί.(σ. 38)

Τι η σιωπή του Στρυμόνα, τι η σιωπή του Λέοντα, τι το μυστήριο της περιοχής, για σκέψου ονόματα ιστορικών προσώπων, μάχες ανδρείων, τοπωνύμια συνυφασμένα με την οικουμενική ιστορία.(σ.39)

και τελικά διατυπώνει:
Η απορία αλλά και η σιωπή βασάνιζαν τη σκέψη του
Αναστάση Καράογλαν, ένας τόπος γεμάτος ενέργεια, από τα Στάγειρα μέχρι το χρυσοφόρο «Πάγγαιον Όρος». Όσο ο
Λέων δεν λύνει τη σιωπή του,απόψεις, δοξασίες, θεωρίες
και υποθέσεις θα πλανώνται, μέχρις ο χρόνος ή από
μηχανής Θεός αποκαλύψουν το μυστικό.(σ.40)

Ο δύσκολος βίος του φωτογράφου προσεγγίζεται χρονολογικά, από τη γέννησή του στο Ασάκιοϊ, επαρχίας Μπίλετζικ της Προύσας έως τον πρόωρο θάνατό του στην περιοχή των Σερρών.

Γράφει ο Σ. Σαριβασίλης:
[...] Και εκεί που η Ελλάδα έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να
σταθεί στα πόδια της, αυτός διάλεξε τον Ιούνη του 1955, τη
μέρα του θερινού ηλιοστασίου, στα πενήντα επτά χρόνια του,
που οι δυσκολίες κατέλαβαν την ύλη του κορμιού του, για να
αποκάμει στον ίσκιο του Λιονταριού, παίρνοντας μαζί του
και όποια μυστικά τού ψιθύρισε ή του έγνεψε για τις «Εννέα
Οδούς» και τη Ρωξάνη, ίσως και για τη Γοργόνα του
Βασιλιά Αλέξανδρου. (σ.48)

Κλείνοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης έχει μία ολοκληρωμένη εντύπωση για το γενεαλογικό δέντρο του Αναστάση Καράογλαν του Νικόλα και της Ουρανίας, μίας γεωργικής οικογένειας που βίωσε τον ξεριζωμό και το δράμα της προσφυγιάς.

Το ποίημα του Σ. Σαριβασίλη «Ξεριζωμός» (σ. 14) φέρνει το θέμα της Μικρασιατικής Καταστροφής με όλα τα οδυνηρά συναισθήματα του ξεριζωμού (πόνο, φόβο, απελπισία) και τις συνέπειες της μεγάλης συμφοράς (την ατέλειωτη μαρτυρική πορεία προς τη Νέα Πατρίδα την Ελλάδα).

Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή «Εκείνοι τελούσαν εν αδεία» με χρόνο δημοσίευσης το 2006 (σ.39).

Η ίδια μεταφράστηκε στη βουλγαρική γλώσσα το 2008. Ο συγγραφέας απεικονίζει τον δρόμο του ακούσιου ξενιτεμού (σ.15) με επιπλέον σημειωτικό τρόπο που εμπλουτίζει το κείμενο. Συγκλονιστικές φωτογραφίες της φλεγόμενης Σμύρνης, βασανισμένων και πονεμένων προσώπων, καταυλισμών προσφύγων του 1922-23, και πολλών άλλων δείχνουν εύγλωττα όσα δεν περιγράφονται λεκτικά.

Ωστόσο, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί συχνά τις ρητορικές ερωτήσεις:

Ξεριζωμένη γενιά, αδικαίωτε λαέ της προσφυγιάς ότι έχτιζες
αιώνες ποιος θα το ’λεγε; Πως το αίμα και η πίκρα θα
σημάδευαν την πορεία σου για το νέο ρίζωμα, αφήνοντας τα
πάντα στο έλεος του Αλλάχ. (σ. 26)

Η επταμελής οικογένεια Καράογλαν εγκαταστάθηκε στα Σέρρας, μία πόλη, η οποία, όπως αναφέρει ο αφηγητής, δέχτηκε κάπως αμήχανα έως ψυχρά αυτούς που δεν έφταιγαν και ούτε πλέον όριζαν τις τύχες τους (σ.27).

Ακολούθησαν χρόνια ανέχειας, δύσκολης προσαρμογής, ακόμη και στη γλώσσα της δεύτερης Πατρίδας, αλλά η δεμένη οικογένεια τα κατάφερε.

Ο μεγαλύτερος υιός ο Αναστάσης έγινε φωτογράφος και έτσι είχε την ευκαιρία να τραβήξει αρκετές οικογενειακές φωτογραφίες όπου αποτυπώνεται και το πνεύμα των νέων καιρών. Χάρη στο επάγγελμα και στην οξύνοιά του βρέθηκε στη δυτική όχθη του Στρυμόνα, όπου το 1937 γινόταν η αναστήλωση του Λέοντος της Αμφίπολης.

Έτσι απαθανάτισε τον μεγαλειώδη Λέοντα, τους πολλούς ποζάροντες έμπροσθέν του περαστικούς και προσέφερε όσα μπόρεσε προς την τοπική κοινωνία της περιοχής που εγκαταστάθηκε.

Γράφει ο Σ. Σαριβασίλης:
[...] θεώρησε ότι αυτό είναι ένα σημαντικότατο γεγονός, με
προοπτική ανάπτυξης της περιοχής. [ΚΑΙ] [...]τοποθετεί
τους φωτογραφικούς φακούς του απέναντι από το «Λιοντάρι του Τσαγέζι», όπως το αποκαλούσε. (σ.35)

Πραγματοποιήθηκε στη συνέχεια το όνειρο του φωτογράφου να φέρει υλικό από το τρίτο ποδάρι της Χαλκιδικής [...](σ. 37) Ήταν μία επιθυμία του που συζητούσε με το σύντροφό του το Λέοντα της Αμφίπολης. Πήγε με την κάμερά του και από θαλάσσης φωτογράφισε τα μοναστήρια του Άγιου Όρους, συγκεντρώνοντας μία αξιόλογη συλλογή ασπρόμαυρων καρτ-ποστάλ των Μονών που θα θαυμάσει ο αναγνώστης του βιβλίου.
Σαν αυθεντικά κομμάτια της χρονολογικής αφήγησης αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης τις υποτιθέμενες συνομιλίες του Αναστάση Καράογλαν με ένα ξερακιανό με ματογυάλια που φάνταζε πολύξερος (σ. 37-38) [ΚΑΙ ΜΕ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΕΥΤΗ] πρόσφυγα εκ Μικράς Ασίας [ΠΟΥ] εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Ξάνθης (σ. 41). Μ’ αυτούς ο φωτογράφος συζήτησε θέματα αρχαίας και νεότερης ελληνικής ιστορίας με πρωταγωνιστές τοπωνύμια και περίοπτες προσωπικότητες της περιοχής, όπως τον Μεγαλέξανδρο και τον Εμμανουήλ Παπά.
Τα υπόλοιπα 15 χρόνια της ζωής του φωτογράφου του Λέοντα της Αμφίπολης, ο Σ. Σαριβασίλης συνοψίζει γράφοντας:

Θεέ και Κύριε, Κατοχή, φτώχια, δυστυχία, ανταρτοπόλεμος,
εμφύλιος, ο Αναστάσης με τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά
τους προσπαθούν να επιζήσουν. (σ. 48)

Το κείμενο τελειώνει με ποιητική χροιά. Ο συγγραφέας επιφυλάσσει για τον φωτογράφο το δικαίωμα της ονειρεμένης ελευτεριάς:

Κοιμήθηκε ο Αναστάσης[,] ύπνο βαθύ[,] στον Κόλπο του
Ορφανού, εκεί που ο θεός Στρυμόνας εκβάλλει τα νερά του
στην απεραντοσύνη της Γαλάζιας Θάλασσας, που στον
ορίζοντά της ακουμπά τον Γαλανό Ουρανό.[(σ. 48])

Loader