C
Σέρρες
Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου, 2025 17.12.2025

Επί βράχου χθαμαλού Ένας γραντιτόβραχος ξεκομμένος- Γράφει ο Μάρκος Μπόλαρης

"Με το καλό η έως Χριστουγέννων οδοιπορία ! Χαίρετε πάντοτε εν αγαλλιάσει συνοδοιπόροι !"
eVima Serres Team
Επί βράχου χθαμαλού Ένας γραντιτόβραχος ξεκομμένος- Γράφει ο Μάρκος Μπόλαρης

Κύριος οίδεν από πότε, στη μέση της ρεματιάς,
ένα γύρω σταροχώραφα, ελαιώνες και παλιάμπελα, οι γύρω λόφοι πεδίον αρχαίον λιγνιτωρυχείας,
έζησαν τα Σέρρας από τον λιγνίτη,
χρόνους πολλούς φορτώναν τα τραίνα κάρβουνο
από τα σερριώτικα λιγνιτωρυχεία,
πολλές εκατοντάδες , λές και περισσότερες,
οι οικογένειες των λιγνιτωρύχων που σκάβαν
της μαύρης γής τα σπλάγχα,
ωσάν κεφαλή τούτος ο βράχος,
κεφαλή γρανιτένια, κομμένη φαντάζει
από θεόρατο άγαλμα παλαικό,
και πάνω σε τούτο τον ριγμένο καταγής βράχο
ένα τσιμεντένιο πολυβολείο στη ράχη του,
του αδυσώπητου εμφυλίου πολέμου ένα απομεινάρι,
του καιρού των Αδερφοφάδων ενθύμιον ψυχρόν,


ο κυρ Νίκος ο Καζαντζάκης το ψυχογράφημα
σκιτσογράφησε στο βιβλίο του,
πολυβολείο, να ελέγχει τότες , χτίστηκε, την δυτική και βόρειοδυτική είσοδο των Σερρών ,
τι έχει περάσει ο έρμος αυτός τόπος,
μύρια πάθη, λές κι έχουν ποτέ τελειωμό
τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου,
ο κυρ Αλέξανδρος ο Παπαδιαμάντης συλλογάται,
και ο παντέρμος αυτός Λαός, παθός,
μα , την Ρωμιοσύνη μην την κλαίς,
εκεί που πάει να σκύψει,
τριτώνει ο ποιητής Γιάννης ο Ρίτσος,
με τον σουγιά στο κόκκαλο,
δίπλα, κυλά ως εις δροσισμόν αέναον ένα ρέμα,
από τα ψηλά του Μετοχίου,
γάργαρη μιά ελπίδα στο καταχείμωνο,
και στα ριζά τούτου του απρόσμενου γρανίτη,


το εξωκκλήσι της Αγιά Βαρβάρας,
της λαϊκής αρχιτεκτονικής καλλιγραφικόν ποίημα
και των αγαπώντων την ευπρέπειαν ,
της αρχαίας αυτής παρθενομάρτυρος
της Ανατολής, της Βαρβάρας,
πρόσφυγες Μικρασιάτες της Ανατολής,
αρχαία μήτρα, αμή και Θρακιώτες
οι των δυτικών σερριώτικων συνοικιών,
πανηγύρι μετά παννυχίδος της προστάτιδας
των λιγνιτωρύχων,
το ισνάφι τους είχε την έγνοια,
ισνάφι αντρών που την ζωή τους κέρδιζαν
επικίνδυνα σε σήραγγες βαθιές
και σε πηγάδια ανήλιαγα με λάμπες ασετυλίνης
μ’ ένα κασμά και μ’ ένα φτυάρι,
από φυλακής πρωίας
κατέβαιναν στα σπλάγχα
της γής τον λιγνίτη αναζητώντας,
μουντζουρωμένοι και μαυρισμένοι,
μέχρι νυχτός,


τον ήλιο και το φώς του το λαμπρό
μόνον τις Κυριακές κι τις αργίες θωρούσαν,
μεγάλο πανηγύρι στήναν στην μνήμη της,
στες τέσσερες του Δεκέμβρη,
πανηγύρι εν τυμπάνοις ευήχοις,
με ζουρνάδες και νταούλια,
είτε λιακάδα είχε, είτε βροχερό καιρό
είτε πάλιν χιονιά και χιονόβροχο,
τούτη την μέρα δεν κατεβαίναν στα λαγούμια
της λιγνιτοεξόρυξης,
τιμής ένεκεν στην προστάτιδα Αγία και
αναψύξεως χάριν,
περιφορά της εικόνας και αρτοκλασία αφ’ εσπέρας,
της ενορίας του Θεολόγου Άη Γιάννη
ο παπά Ανδρέας, Τραπεζούντιος τω γένει,
λιτός ωσάν τον Άγιο Ονούφρ’ ,
των λιγνιτορύχων του σκληρού κάματου
και του ισχνού μεροκάματου
τοιούτος έπρεπεν ιερεύς, τω όντι
ασκητικός, ασπρογένης κι ιεροπρεπής,
τα καζάνια της φασολάδας έβραζαν ολονυχτίς,
τουρσί λάχανο κι ένα ποτήρι ούζο,
άντε κι ένα δεύτερο,
μετά την αντιδώρησιν και την διανομή της βαρβάρας, ξεχωριστό πάλιν έθιμο αυτό,
ζεστός ο ζωμός των κολλύβων,
και του χρόνου, αδέρφια,


μιά ανάσα η Αγιά Βαρβάρα πριν απ’ τα Χριστούγεννα,
πανηγυρικώς τούτη η γιορτή συνεχίζεται
την σήμερον
και μετά την παύση των εξορύξεων,
πρωτοστατούντων των ευλαβών γυναικών
των Καμενικίων !
Σε τρείς βδομάδες η Παρθένος,
ιδού ξεκίνησε,
«έρχεται αποτεκείν απορρήτως,
και η γή το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει»,
την γιαγιά μου μνημονεύω σήμερα ,
την Ελένη, την κερά Λίτσα,
την δευτερογυναίκα του παππού,
ευσεβή Αρβανίτισσα, απ’ την Ανατολική Θράκη προσφυγάκι,
ποιός να ‘χε ανάγκη και να μην συντρέξει τούτη
η γυναίκα, σε πόνο ή σε ανάγκη ,
στο νοσοκομείο ή όπου δεί,
την γιαγιά που με πρωτοπήρε από τα χέρι ,
κι ήρθαμε από την ανατολική πλευρά της πόλης, σχολιαρόπαιδο τότε της πρώτης τάξης δημοτικού,
με τα πόδια , μιά ώρα και κάτι δρόμος,
τα μπαίρια του Ιμαρέτ ανεβήκαμε,
λακούβες, λάσπες και γλίστρες,
προς το ξωκλήσι ύστερα κατηφορήσαμε,
αυτή με πρωτοξενάγησε στην ομορφιά του τόπου, στο ασπρισμένο ναίδριο της Αγιά Βαρβάρας,
με δαφνόφυλλα στολισμένη η εικόνα της,
και λίγα χειμωνιάτικα χρυσάνθεμα,


στην Μάρτυρα η οποία
«εχθρού γαρ τας παγίδας συνέτριψε
και ως στρουθίον ερύσθη εξ αυτών»,
στο σπηλιαράκι στα ριζά του βράχου
κεράκι ανάψαμε,
στο παγωμένο πολυβολείο του εμφυλίου
μ’ ανέβασε,
το ξύλινο ασταθές γιοφύρι της ρεματιάς
διαβήκαμε,
κρατώντας το χοντρό απλωμένο από όχθη σε όχθη σκοινί ως κουπαστή,
ορμητικό και κρυστάλλινο το ρέμα παρασέρνει
κοτρώνες στρογγυλεμένες, λογιώ - λογιώ
χρώματα, άσπρες ξέξασπρες, γκρίζες, μολυβί, ρόζ
λειασμένες στους αιώνες,
«αρούσιν οι ποταμοί επιτρίψεις αυτών,
από φωνών υδάτων πολλών»,
σχολιάζει ο προφήτης Δαβίδ,
τα οργωμένα χωράφια, όπου κοτσύφια
και σπουργίτες,
στρουθία κατά πως ψάλλει το απολυτίκιον ,
στους βάτους αναζητούν εναγωνίως
τα τελευταία βατόμουρα,
ηδυμόλπως κλαδί το κλαδί φτερουγίζουν
τιτιβίζοντας,
σε μιά εκδρομούλα με ψιλόβροχο, αρχομένου
του χειμώνα,
και ικανό κρύο δεκεμβριάτικο ,
του κύκλου τα γυρίσματα π’ ανεβοκατεβαίνουν,


του Ερωτόκριτου εισαγωγικός ο στίχος,
μέρες πονηρές σήμερα ωσάν και τότες,
του ‘65 στης αποστασίας τον καιρό ,
τάχα, τώρα τί ;
έγνοια μας, αδέρφια, συνεχίζουμε ,
με ένα καφεπράσινο σκουφί πλεχτό στο κεφάλι ,
της μάννας πλέξιμο,
για τα Νικολοβάρβαρα,
ωσάν δεντρί ένα χριστουγεννιάτικο,
και το κασκόλ ομοίως ,
κουρασμένοι μα χαρούμενοι στην επιστροφή,
μας βελόνιαζε στο πρόσωπο
ένα ψιλοχιονόνερο,
επειγόταν να βάλει τον μπακαλιάρο
να ξαρμυρίσει,
τον μαγείρευε μοναδικά με άσπρη σάλτσα
και άσπρες σταφίδες,
είχε νυχτώσει όταν πισωθήκαμε στην πόλη,
όπως νύχτα κάθ’ εκάστην , τέτοια ώρα, βγαίνουν
από τα ανήλιαγα πηγάδια
οι λιγνιτωρύχοι !
Βοήθειά μας η Αγιά Βαρβάρα , πατριώτες,
των λιγνιτορύχων των Σερρών
και γαρ κραταιά η προστάτις,
αμή και των Σερραίων
απάντων , όπου γής !
Με το καλό η έως Χριστουγέννων
οδοιπορία !
Χαίρετε πάντοτε εν αγαλλιάσει
συνοδοιπόροι !

Loader
} }); } });