Με τ’ αρμίδι …. Γράφει ο Μάρκος Μπόλαρης

Το χτένι , το ξέρετε ;
Αλλού το λένε λειρί , εξαιρετικής νοστιμιάς ψαράκι.
Την χειλού, την έχετε ακουστά;
Τέχνη χρειάζεται να ‘χεις, ώρες πολλές εμπειρίας στ’ αρμίδι για να την σκαλώσεις !
Τ’ αρμίδι , τι είναι τ’ αρμίδι ;
Με νοιάζουν πολύ οι λέξεις, και πιότερο αυτές οι όμορφες λέξεις, λέξεις με πολιοχιλιόχρονες διαδρομές στο στόμα των Ελλήνων, λέξεις που καθώς φτωχαίνουν οι Έλληνες μέσα στα διαμερίσματα της αντιπαροχής, φτωχαίνουμε γλωσσικά και πνευματικά, μένουν ορφανές, τις περί μαζεύουν μόνον οι λεξικογράφοι, ωσάν τον χαλκέντερο Κριαρά, που και στους εκατόν τόσους χρόνους του, ερωτευμένος ως νεανίας παρέμεινε, κι ήταν αμάλγαμα του πόθου του η Ελληνίδα γλώσσα.
Γι’ αυτό και σύναζε και γυάλιζε και ταξινομονούσε ωσάν μαργαριτάρια και ζαφύρια , ωσάν διαμάντια ανεκτίμητα λέξεις.
Τον γύλο , τον συναντήσατε ποτές, σας έκαμε αυτήν την τιμή;
Την επίσημη λαπίνα, τάχα, τον νόστιμο παντελή,
την καλογριά, ίσως, και την σκορπίνα;
Μα πώς αλλοιώς, τούτες οι διασημότητες του Αιγαίου, κομψοντυμένες, ράβονται στις καλύτερες ράφτες, άλλες με πορφυρά φορέματα, ολοπόρφυρα, κι άλλες με γαλαζοπράσινα κεντίδια, τινές με προκλητικά πολυτελείς τουαλέττες βραδινές εξόδου ασημί άσπρες και μαύρες πινελιές.
Πετρόψαρα είναι , στα αλήθεια μεγάλη παρέα , της ωραιότητας καθημερινή η σύναξη , των καλλιστείων μιά επίδειξη, μόνον στ’ αρμίδι όταν πάς , μόνον όταν βραχεί ο κώλος σου από το κύμα, μόνον όταν στην βίνα απάνω προσεκτικά περπατήσεις καθώς αυτή η βραχώδης λόγχη , ωσάν αιχμή καρφώνεται από την ξηρά βαθιά στη θάλασσα, στις βίνες απάνω, στ’ ακρογιάλι κάτω απ’ τ’ Άγιου Σώζου το Μοναστηράκι.
Στ’ ακρογιάλι μπροστά απ’ τ’ Άη Σώζου το αγίασμα και το πηγάδι.
Εκεί τούτο το φαινόμενο , οι βίνες, με τ’ αρμίδι.
Δουλειά θέλει πριν αρχίζει το ψάρεμα , σκουληκάκια απ’ του ποταμού τις άμ’δες , χοχλιδάκια, θαλασσινά.
Αμή, πως θα δολώσεις, το ψάρεμα δόλο θέλει, δεν αγκιστρώνεται αλλοιώς το ψάρι ,
ξύπνιο ζωντανό είναι.
Γιαυτό πιό ξύπνιος να ‘ναι πρέπει ο γυσλόδρομος ψαράς, αυτός που με τ’ αρμίδι, άλλοτε απ’ τον βράχο απάνω, άλλοτες απ’ την αμμούδα, κι άλλοτες πάλι θαλασσώνοντας πάνω στην βίνα, ή σε μικρούς σκόπελους, ώρες κι ώρες, από το δείλι με τον αποσπερίτη , ίσαμε με το γλυκοχάραμα όντες θα ουρανοδρομίσει ο αυυγερινός, με τον ντουρβά δίπλα του ογρό.
Ογρό να διατηρούνται νωπά τα ψαράκια.
Δόλωνε και ξαναδοπλωνε, το ψάρεμα με τ’ αρμίδι , ψάρεμα κατά μόνας , συνάντηση τ’ ανθρώπου του πολυσκοτισμένου με την απεραντοσύνη της θάλασσας λογίζεται.
Ερωτική κάποτες , πόθους και πάθη , ψυχοπονετική κάποτες , νοσταλγική ή τεμβαστική ,
εξομολογητική , αμαρτίες μονολογώντας μές’ την νυχτιά να ξαγοράσει ο ψαράς , φαίνεται,
να επιχειρεί κάποτες, στης θάλασσας τ’ αμόλυντο νερό, τ’ αρμυρό νερό να αποπλύνει, ένα ξενύχτι , δυό , με καλωσύνη γή με καιρό, αγρυπνίες στο γιαλό, κάτω από την απεραντοσύνη τ’ ουρανού, που δόξαν διηγείται του Πλαστουργού.
Μόνος μόνω Θεώ, παρά θίν’ αλός, ή πάλιν επί αλικτύπου βράχου, με τ’ αρμίδι το ταπεινό, και με υπομονή , σου λέει ο Πέτρος, ψαράς στη θάλασσα της Γαλιλαίας, δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες, ουδέν επιάσαμεν, θέλει τέχνη τ’ αρμίδι, τους τόπους να γνωρίζεις και τους καιρούς, τα δολώματα ζωντανά να προσελκύσουν το ψαράκι.
Κάθε ψάρι κι άλλο δόλωμα, κάθε τόπος κι άλλο ψάρι , κάθε εποχή κι άλλοι επισκέπτες.
Χωρίς την υπομονή , ούτε αρμίδι, ούτε αγκίστρι, ούτε τέχνες δολωμάτων, μέλας ο πόντος , ωσάν της ψυχής τ’ άδυτα, απέραντη η νυχτιά, τι συγκίνηση , ο χτύπος, ένας χτύπος , δυό, τρείς , ναί , τούτος είναι, μάζευε , τύλιζε, να σε λίγο , μ’ αντίσταση πάντως, γυροφέρνοντας , θα πηδήξει στην επιφάνεια, της σιγαλιάς θα σπάσει τον καθρέφτη, αγκίστρωσε καλά, προσεκτικά να ξαγκιστρωθεί, στου ντουρβά το πλούτος να προστεθεί.
Είναι μέρες που κι επισημότητες σκαλώνουν στ’ αρμιδιού τ’ αγκίστρι.
Είναι που και μπαρμπούνια τιμούν του ξάγρυπνου ψαρά τον κόπο και την υπομονή, σπανιότερα του επιβλητικού ροφού τα μικρά , ή της αρχόντισσας, συναγρίδας,τα φονικό χρώμα, αρχόντισσας τόσο, που άλλο δεν γίνεται.
Είναι κι οι σπάροι κι όλο το γένος τους, μουρμούρες και τσιπούρες, φαγκριά επίσημα κι άλλα κορωνάτα.
Ξημερώνει, ο γήλιος , ο ηλιάτορας, όπου νά’ναι απ’ του ωκεανού την άβυσσο , πλουμιστός θα ξαναπροβάλλει, την απαρχή της πλάσης, έτι και έτι, θα σημαίνει.
Κι είναι τ’ αρμίδι η αιτία, που μάρτυρας τούτης της απαρχής , της επαναδημιουργίας του κόσμου, μάρτυρας αυτόπτης κι αυτήκοος. Οι πέρδικες αρχίσαν τα κακαρίσματα στο πλάι , κι οι κουτσλίτες στα σταροχώραφα.
Μάρτυρας δι’ όλης της νυκτός κοπιάσας, με τ’ αρμίδι, πλανώ στην βίνα, καρσί απ’ του Άγιου Σώζ’ το π’γα´δ’.
Ο γέρος και η θάλασσα, ο γέρος και το ψάρεμα.
Της απεραντοσύνης του ωκεανού ανιχνευτής,της πλατυχωρίας της θάλασσας μαργαριτοσυλλέκτης, της επικινδυνότητας του ζήν , ιχνηλάτης.
Τ’ αρμίδι το αίτιον , της γλώσσας η ομορφιά, της όλης ζωής η περιπέτεια, μέσ’ στης νυχτιάς το πέλαγος, το αχανές του σύμπαντος σμικρύνεται στης ψυχής το χάος , τρέμει η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της, αστροφεγγιά κι ιώδιο, γλυκύς απηλιώτης, τρέπεται , οίνωψ τώρα δα ο πόντος, αείποτε ατρύγετος, αυτός ο κόσμος , ο μικρός ο μέγας !
Με τ’ αρμίδι , αδέρφια, Ιουλίου φθίνοντος , Παρασκευής Οσιοπαρθενομάρτυρος η πανήγυρις
Αύγουστον επικαλούμαι !
Χαίρετε ευφροσύνως!
