Στης φυλακής … -Γράφει ο Μάρκος Μπόλαρης
Ήταν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθίδρυμα οι φυλακές στην Θεοφρούρητη πόλη των Σερρών, χτίσμα παλαικό, παράπλευρα από την τότες κεντρική οδό των Σερρών,
την δημοσιά που έβγαινε από την δυτική πύλη του κάστρου της
και πορευόταν στα ριζά των λόφων,
εκεί όπου οικοδομήθηκαν οι πρώτοι οθωμανικοί μαχαλάδες,
κι ύστερα διερχόταν από το προάστειον Καμινίκια ,
όπου του Άη Γιάννη του Θεολόγου ο Ναός,
κι όδευε προς Θεσσαλονίκη ,
ή πάλιν, με στροφή βόρεια προς το Σιδηρόκαστρον, το Μελένικον και την Τζουμαγιά !
Αξιοπρόσεκτο το κτίσμα να το θωρείς απ’ έξω,
σα μικρό δυναμάρι, ωσάν πύργος ξεκομμένος
από τους λοιπούς ενός αέρινου κάστρου,
χτισμένη τούτη η φυλακή στην όχτη ενός χειμάρρου, που νότιζε με υγρασία τα θεμέλιά της κι όλο το είναι της, με φυλάκια περιμετρικά υψωμένα
και με σκοπούς ένοπλους, φρουρούς άγρυπνους,
όσοι διαβαίναν από μπρός της
πρώτη τους φορά, αδύνατον να μη σταθούν,
αδύνατον να μην το περιηγηθούν
με την ματιά τους,
σημαία τώρα, επ’ εσχάτοις τοις καιροίς,
κυμάτιζε γαλανόλευκη ,
στη θέση της των κτητόρων οθωμανών,
μα , αλλοίμονον, σ’ όσους
σ’ αυτούς δεν ήταν απλώς διαβάτες περαστικοί , φιλοπερίεργοι,
αλλοίμονον , σ’ όσους παραβάτες του νόμου
την πρωτοαντίκρισαν μετά από καταδικαστική απόφαση δικαστηρίου,
και τρισαλλοίμονον ,
αφότου διαβαίναν το κατώφλι, κι ύστερα από την τυπική διαδικασία τους πετούσαν στα υγρά , ανήλιαγα, βρωμερά, γεμάτα ψείρες, ψύλλους, κατσαρίδες και ποντικούς
και λοιπά καθάρματα της κοινωνίας
της φυλακής τούτης της παλαικής, της σερριώτικης !
Δεν ήταν για ανθρώπους τούτη η φυλακή, κολαστήριον ψυχών και σωμάτων ήταν ,
καταπώς μιά εκπληκτική κινηματογραφική ταινία είχε επιτύχει να μας αποτυπώσει ,
στο περίφημο Εξπρές του μεσονυκτίου,
αναφέρομαι, αμερικανική δραματική ταινία του 1978 που σκηνοθέτησε ο Άλαν Πάρκερ με σενάριο του Όλιβερ Στόουν,
θυμούμαι τα έντονα συναισθήματα,
τα συνταρακτικά αισθήματα που μας προκάλεσε τούτη η ταινία, στην οποία πρωταγωνίστηκαν οι Μπραντ Ντέιβις, Ιρέν Μίρακλ, Μπο Χόπκινς, Πολ Λ. Σμιθ, Ράντι Κουέιντ και Τζον Χερτ.
Θυμάμαι τους παλιούς, που είδαν την κινηματογραφική αυτή παγκόσμιας επιτυχίας
ταινία και σχολίαζαν πως θα μπορούσε ,
εάν δεν είχαν κατεδαφιστεί οι φυλακές των Σερρών , να είχε γυριστεί η ταινία σ’ αυτές ,
τέτοιο αίσθημα προκαλούσε αυτή η φυλακή , μ
η οθωμανική
στα Σέρρας !
Ήμουν μικρούλης, και πρέπει να ήταν η τελευταία χρονιά που λειτούργησε τούτο το απαλνθρώο κολαστήριο της κοινωνίας των κατατρεγμένων ,
όταν με πήρε από το χέρι η καλή μου μάννα ,
με καλόντυσε, παλτό, γάντια, σκουφί, κασκόλ,
κρύος ο Δεκέμβρης, χιονόκαιρος,
Θα πάμε μιά επίσκεψη , μου είπε ,
και κινήσαμε .
Ένα θεόρατο κτίριο
φάνταξε στα παιδικά μου μάτια,
πετρόχτιστο , ισχυρό, παλαιικό , βρώμικο
την πύλη διαβήκαμε,
πρώτη φορά στην ζωή μου βρέθηκα
πίσω από σιδερόφραχτες πύλες και συρματοπλέγματα,
κοίταζα με τα αθώα παιδικά μάτια εκστατικός,
τέτοια η ένταση των στιγμών που και σήμερα ανακαλώ τις εικόνες,
ζωντανές εικόνες της μέρας εκείνης,
επισκεπτήριο στη φυλακή,
μια σάλα με ξύλινους πάγκους,
ένα μακρόστενο τραπέζι, καμμένο από τα τσιγάρα ,
έδωσε η μάννα το όνομα,
ο φρουρός στην πόρτα , ένοπλος,
περιμέναμε , ήρθε σε λίγο η κρατουμένη,
γραία στα εβδομήντα οχτώ της,
μπορεί κι ογδόντα, μαμμή στο επάγγελμα,
στο λειτούργημα κάλλιον ειπείν,
η θειά μας η Μαμμή, δεν γνώριζε ο κόσμος
το βαφτιστικό της όνομα,
κοτσανάτη γυναίκα , μελαχροινή ,
είχε παχύνει στα τελευταία, βάρυνε ,
δυσκίνητη εγίνηκε,
με το παιτόνι μετακινούνταν,
όμορφη ήταν στα νιάτα της, επιβλητική
στα γεροντάματά της,
είχε μακριά ασημένια μαλλιά που τα έπλεκε
κοτσίδα και στεφάνωνε το κεφάλι της,
με τα χρόνια το δεξί της μάτι σαν να ‘χάσε το κέντρο,
κι ήταν μοναδικός ο τρόπος που κοίταζε,
θαρρείς και σε μετρούσε αλλοιώς,
μπιρμπιλομάτικα,
λέξεις της πάντοτε μετρημένες,
ωσάν εξουσιαστικές,
της Μαμμής το αυτεξούσιον,
μα σήμερα, ιδές,
ήρθε κούτσα - κούτσα, ένα μπαστούνι στο χέρι,
κοριτσάκι μου, που ήρθες εδώ,
έφερες και το παιδί,
που ήρθες, ξεφυσώντας είπε,
και κατέρρευσε στο ξύλινο πάγκο,
είχε προ εβδομάδος μιά γέννα,
ατυχής η γέννα,
το νεογνό δεν επέζησε ,
την κατήγγειλαν οι δυστυχείς γονείς,
επέρριψαν στην μαία την ευθύνη ,
επενέβη η χωροφυλακή,
συνελήφθη,
παραπέμφθηκε στον εισαγγελέα
και ιδού προφυλακισμένη μέχρι να βγούνε
τα ιατροδικαστικά πορίσματα,
η θειά μαμμή, αδελφή της γιαγιάς Χρυσούλας, πενήντα τόσους χρόνους μαία,
είχαν δεί και είχαν δεί τα μάτια της,
και στην δική μου γέννα αυτή είχε πρωτοστατήσει , δεν είναι, κορίτσι μου, αυτό,
μέρος για ανθρώπους αυτό ,
ούτε για κακούργους δεν κάνει,
εντυπώθηκαν τα λόγια της,
μιά μιά οι λέξεις, σαν καρφιά καρφώθηκαν στην παιδική μου ψυχή,
καθηλωμένος την άκουγα,
ούτε για κακούργους, ακούς , έλεγε με ψύχραιμο παράπονο στην μάννα μου !
Πήρε στα χέρια της το δέμα που της είχαμε πάει , φαγώσιμα λίγα κι ότι άλλο χρειαζούμενο,
κουβέρτες, σάλι, κάλτσες μάλλινες,
ψόφος μέσα στη φυλακή,
τι θα ειπεί ζέστη και τι θα ειπεί ξυλόσομπα,
άγνωστες λέξεις,
και γερός να έμπαινες εκεί στα μπουντρούμια άρρωστος και σακάτης έβγαινες ,
παιδάκι μου, σ’ ευχαριστώ πολύ που ήρθες,
δεν φοβούμαι την φυλακή, να ξέρεις,
θα με βγάλουν. το ξέρω,
όταν ιδούν τα μωρό οι ιατροδικαστές θα καταλάβουν, ήταν νεκρό ,
η ψυχούλα μου,
προτού την γέννα,
όχι , δεν φοβούμαι πως θα μείνω μέσα στην ανατριχίλα αυτή , κόλαση αληθινή,
είχε μικροπαντρευτεί η θειά η μαμμή,
είχε νεκροστολίσει μικρόν τον άντρα της,
ήταν δεν ήταν τριάντα χρονών,
παιδιά δεν είχαν,
δεν ξαναπαντρεύτηκε,
το ριζικό μου το είδα, μονολογούσε,
την πάλεψε την ζωή στα ίσα ,
μόνον σκέφτομαι, γιαβρί μ’ , τι σκέφτομαι
πως τούτη την μέρα, άκου,
από μικρό που ήμουν , ερχοπμασταν,
με την συγχωρεμένη την μάννα μου,
χρόνους πολλούς , κι ύστερα πάλιν
με την αδερφή μου , τούτη την μέρα πάντοτες,
του Αγίου Λευτέρη, ,
του Δεκέμβρη στες δεκαπρπντε,
δέκα μέρες πριχού σημάνουν των Χριστουγέννων
οι καμπάνες,
ερχοπμασταν στο εκκλησίδι των φυλακών
να λειτουργήσουμε με τον παπά της Μητρόπολης, και να κρατούσαμε κάτι φαγώσιμο για τους φυλακισμένους,
αυτούς που δεν είχαν δικούς τους στα Σέρρας,
τα καντήλια του Αγίου να ανάψουμε,
να τούτο με πονά σήμερα, ακούς ,
του Αγίου Ελευθερίου
κι εγώ φυλακισμένη, γιαυτό γιαβρί μ’
πολύ σ’ ευχαριστώ που ήρθες,
γιαυτό γιαβρί μ’ κλαίω που ήρθες
κι έφερες και το παιδί μαζί σου ,
έλα μπρέ, να σε φιλήσω ,
μας παίδεψες κι εσύ για να βγείς,
Άγιε Λευτέρη σ’ ευχαριστώ
και τα Χριστούγεννα
αξίωσε στο σπίτι !
Σήμερα το πρωί , αδέρφια,
Δεκέμβρης πάλιν,
στολισμένη η πόλη , μακάρι κι οι ψυχές,
γιομάτη η Ερμού κόσμο,
ένα κεράκι στον πανηγυρίζοντα Άγιο Ελευθέριο ,
στην όμορφη εκκλησιά του, την αρχαία ,
από τον 11ο αιώνα, στην καρδιά του κλεινού Άστεως των Αθηνών, αυτήν που δίπλα της ανοικοδομήθηκε
ο Μητροπολιτικός των Αθηνών Νσός ,
και την εικόνα της θειάς , ζωντανή εικόνα,
της κυρά Βασιλικής από την Σμύρνη,
της αδερφής της γιαγιάς Χρυσούλας,
και της μάννας, είχα κατά νούν
Άγιε Ελευθέριε σοφέ,
εν Χώρα Ζώντων,
πρέσβευε !
Ένα δεκαήμερο μέχρι να χτυπήσουν,
Θειά Μαμμή , υπομονή, οι καμπάνες,
με το καλό τα Χριστούγεννα ,
Αδέρφια !
Κι έγνοια μας !