Μάρκος Μπόλαρης: Καμπανάρηδες πασχάλιοι

Γράφει ο Μάρκος Μπόλαρης
Ένα τσούρμο φοιτητές ,
τυπικό είχαμε το Μέγα Σάββατο ν’ ανηφορίζουμε
με τις πραμάτειες στο προσκοπικό σακκίδιο,

το αρχαίο μονοπάτι , καλντερίμι καλοδουλεμένο αλλού, την ατραπό την παλιά που ανεβαίναν τα ζωντανά στο Μοναστήρι , δρόμο που ασκητές
κι αγίοι πορπάτησαν ανυπόδητοι, τούτον
νωρίς τ’ απόγιομα, να μην νυχτωθούμε,
τον Προφήτη Ιωνά έχοντες στον νού ,
τι θαυμαστή του Ιωνά η προτύπωσις,
Συνεσχέθη αλλ’ ου κατεσχέσθη
σπλάχνοις κωτώοις Ιωνάς,
τυπικό είχαμε να κωδωνοκρούσουμε , κατά το έθος, τις γλυκόλαλες καμπάνες Αναστασίμως,
την ώρα του μεσονυκτίου, τότες που ο γέρο Γούμενος
θα περάτωνε το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον,
την στιγμή που καλλικελάδως θα έψαλλε
στεντορεία τη φωνή και θριαμβευτικά το
Χριστός ανέστη εκ νεκρών,
στο αρχαιό καμπαναριό της Προδρόμειας μονής
εμείς, από νωρίς έχοντες πιάσει θέση,
είναι μουσικός άθλος να καταφέρεις να χτυπάς
την σύνθεση των μοναστηριακών καμπάνων,
τότες , μόλις το Χριστός Ανέστη ακουγόταν,,
Ντίν, ντίν, ντίν , ντίν, ντίν, ντίν
του θριάμβου προανάκρουσμα τα καμπανάκια,
Ντάν, ντάν , ντάν, ντάν
έπονται χαρούμενες οι καμπάνες,
Ντάααν, ντάααν
η Μάννα καμπάνα,
επιβλητική
επιβεβαιώνει το χαρμόσυνο άγγελμα,
Χριστός Ανέστη,
μουσικός άθλος η κωδωνοκρουσία
στο μοναστηριακό καμπαναριό,
γιόμισε η αυλή της Μονής ήχους,
ο Ηγούμενος ψάλλει, οι ψαλτάδες εναλλάξ,
το καμπαναριό επαυξάνει,
οι χριστιανοί με το αγιοκέρι οπού κρατούν στο χέρι,
μαζί με τον Διονύσιο Σολωμό,
αγκαλιάζονται κι ανεσπάζονται,
Γεννάδιος ο Σχολάριος ο πρώτος μετά την άλωση της Βασιλίδος Πατριάρχης παρίσταται μυστικώς
και επευλογεί αναστασίμως,
η ρεματιά πληρώθηκε από της Μάννας
καμπάνας την ηχηρότατη υπογράμμιση,
Ντάααν , ντάααν, ντάααν ,
κυλούν οι ήχοι στην χαράδρα, άλλοι σκαρφαλώνουν
στο Μενοίκιο στους τσομπαναραίους
το Χριστός Ανέστη να προφτάσουν,
άλλοι στο βοριά ξεχυθήκαν στο παλιό χωριό
το Λάκκος τα χαράς Ευαγγέλια να κομίσουν,
μπερδεύτηκαν οι ήχοι ,
τα ντίν ξέτρεξαν πιό γλήγορα, τους πρόλαβαν
τα ντάν,
ντίν, ντίν, ντάν, χύθηκε μετά σαρωτικός η ήχος
της Μάννας , σκέπασε τους μικρούς ,
η χαράδρα, που η απότομη χαράδρα που κόβει στα δύο του Μενοικέως το όρος , γιόμισε Ντάααν,
Ντάααν, τ’ αηδόνια αναγάλλιασαν,
όλα μαζί , στου πλάτανου την νέα φυλλωσιά,
στο νέο τούτο το Πασχάλιο ανταποκρίνονται,
Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Θανάτω και γαρ θάνατον πατήσας
Ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται,
παραβγαίνουμε στο κωδωνοστάσιο,

Αναστάσεως ημέρα ,
Λαμπρυνθώμεν,
Ντίν, ντίν, ντίν, ντίν, ντάν, ντάν , Ντάααν ,
Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν,
Νηφάλιος η μέθη,
Πόμα εκ Τάφου ομβρήσαντος Χριστού,
Τί όμβρος και τούτος,
Τα πάντα πεπλήρωται φωτός,
Μέσα στο μεσονύχτιο,
Στους κισσούς κρυμμένα τα κοσσύφια
φιλοτιμήθηκαν,
το αηδονοκάλεσμα μιμούνται ,
Αναστήτω ο Θεός ,
τω απροσίτω οψόμεθα φωτί της Αναστάσεως,
σήκωσαν τα εξαπτέρυγα,
στο Καθολικό για τον Όρθρο της Λαμπρής,
γιά την Θεία Λειτουργία
Χριστός γαρ εγήγερται ευφροσύνη αιώνιος,
σιγά – σιγά στην αρχαία ξύλινη σκάλα,
σιγά κατεβαίνουμε , στην Οινούσα ακούστηκε
ο ήχος της καμπάνας , μέχρι κι οι αποθαμένοι
στήσαν αυτί , τέτοια μέρα ακούνε,
και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν,
πάσα πνοή , τα αηδόνια κι οι κόσταυφοι,
τσαλαπετεινοί και χελιδόνες,
σπίνοι κοκκινολαίμηδες
και ταπεινοί σπουργίτες αινεσάτωσαν,
τα λιόδεντρα αλληλοκοιτάχτηκαν χαρμόσυνα
στο λιόφυτο το αρχαίο της Μονής,
ρίγησε αγαλλόμενος με τα νιούτσικά του φύλλα
κι ο γεροπλάτανος,
οι πρίνοι της πλαγιάς κι οι βάτοι,
οι λαγοί κι αλεπούδες μέσ’ της νυχτιάς
την κωδωνοκρουσία,
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα στρωμένη μάγια,
Δεύτε του καινού της Αμπέλου γενήματος,
κι εμείς Πασχαλίως μετέχουμε ,
τον Χρυσορρήμονα Ιωάννη Κωνσταντινουπόλεως
ακούομε ,
Εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τήν ἐνδεκάτην,
μή φοβηθῆ τήν βραδύτητα˙
φιλότιμος γάρ ὤν ὁ Δεσπότης,
δέχεται τόν ἔσχατον καθάπερ καί τόν πρώτον,
ο μόσχος πολύς !
Η Αναστάσιμη ακολουθία κι η Λειτουργία εν τω περατούσθαι, κοντεύει τέσσαρες η ώρα, ο Αυγερινός έχει ήδη ανατείλει ,
Φωτίζου η Νέα Ιερουσαλήμ, η γαρ δόξα Κυρίου
επί Σε ανέτειλε , χόρευε νυν και αγάλλου,
Και του χρόνου , παιδιά,
μας ευχήθηκε αντιδωρίζων
ο σεβάσμιος Καθηγούμενος, και του χρόνου
νά’στε γεροί και χαρούμενοι ,
την Χάρι και την Χαρά του Χριστού ,
παρηχεί το χί,
Αναστάσιμη χαρά και Χάρι στην ζωή σας,
λαγοκοιμηθήκαμε στο κελάκι στα δεξιά του Καθολικού , δίπλα στο μεσημβρινό παραπόρτι
που οδηγεί στο κοιμητήρι και στους κήπους,
στρωματσάδα κοιμηθήκαμε και
το προς πρωί πρωί
ξεχυθήκαμε στη ρεματιά , αφού έτσι κι αλλιώς
Καθαρότατο ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι
σύγνεφο, καταχνιά δεν απερνούσε στης γής
σε κανένα απ’ τα μέρη,
όπως τραγουδά στον Λάμπρο
ο ζακυνθινός βάρδος,
στης Αγιά Παρασκευής το αγίασμα, τόπο ειδυλλιακό
και εξοχή προσφιλέστατη τοις Σερραίοις,
εκεί κατασκηνώσουμε κι αρχίσαμε να μαζώνουμε
ξερόξυλα των πλατάνων, μα χρειάζονται πολλά,
το αρνί για να ψηθεί , η φωτιά άναψε, οι καφέδες ψήθηκαν, η σούβλα μπήκε στις διχάλες,
βάρδιες οι ψήστες, το κρασί σε νταμιτζάνα ,
Χριστός Ανέστη και νεκρός ουδείς επί μνήματος,
τα αηδόνια μας ακούσαν,
Μάγεμα η φύση κι όνειρο σε ομορφιά και χάρη,
το ρυάκι φλυαρεί κατρακυλώντας,
ωσάν να ισοκρατεί , τι αέναο ισοκράτημα αυτό,
της Ιστορίας έγνοια και μέλος και μελώδημα,
τ’ αηδόνια ανταπαντούν, πασχάλιος χαιρετισμός,
κι αυτός ο Ιωνάς , πώς γυροφέρνει στο μυαλό μου,
τι εμπειρία και τούτη,
παλάμας Ιωνάς σταυροειδώς διεκπετάσας,,
χωρίς να ειπεί ουδέν, το στόμα του δεν άνοιξε,
τριήμερος εν σπάχνοις νοτίου θηρός,
προδιετύπου το σωτήριον πάθος σαφώς, προφητικώς,
Ταφήν την τριήμερον και την Λαμπρή Ανάσταση,
τσίκνισε το αρνάκι, ευώδιασε η ρεματιά ,
ελάτε τ’ αυγά να τσουγκρίσουμε,
τυρί βλάχικο απ’ τα μαντριά του Μενοίκιου,
στην υγεία μας, τα ποτήρια σηκώστε
να πιούμε δροσερό αρετσίνωτο άσπρο κρασί,
η νταμιτζάνα μέσα στο ρέμα γιά την δροσιά,
Γειά μας παλικάρια,
ελάτε στον χορό να μπούμε,
Γειά μας παιδιά, και του χρόνου,
Γειά σας, Καμπανάρηδες της Ανάστασης ,
με το καλό το πτυχίο, πάντα ν’ ανταμώνουμε,
Γειά σας,, συνόμιλοι πασχαλινοί των αηδονιών,
Γειά μας !
Ντίν, ντάν, Ντάααν !

